Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



κλειστός, -ή, -όν


Ερμηνεία:

 (αυτός που τον έχουν κλείσει και δεν είναι ανοιχτός, π.χ παράθυρο , αλλά και ο ουρανός όταν είναι γεμάτος σύννεφα) ...κλειστόν παράθυρον…  ... ουρανός κλειστός... *[Ο έρωτας στα χιόνια] 



Ετυμολογία:

[<(Ομηρ.) κλείω < κλείνω] [ Καινή .Διαθήκη. 16 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

ν᾽ ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, ... [Ο έρωτας στα χιόνια] 

 ... Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός [Ο έρωτας στα χιόνια] 



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: